- Πανίσκος
- Πᾱνίσκος, ὁ, Dim. of Πάν, Cic.ND3.17.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πανίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίσκος — ὁ, Α [Παν] (με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τού Παν («πανίσκοι τινὲς καὶ γυμναὶ κόραι», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
Πανίσκοι — Πανίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίσκον — Πανίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίσκου — Πανίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)